ἑπτάπορος: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à sept directions, à sept étoiles <i>en parl. des Pléiades</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br />à sept directions, à sept étoiles <i>en parl. des Pléiades</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[πόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑπτάπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους [[επτά]] πλανήτες) αυτός που διανύει [[επτά]] διαφορετικές πορείες<br /><b>2.</b> (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από [[επτά]] αστέρια «[[ἐγγὺς]] ἑπταπόρου Πλειάδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ποταμό) με [[επτά]] στόμια στις εκβολές.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάπορος Medium diacritics: ἑπτάπορος Low diacritics: επτάπορος Capitals: ΕΠΤΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: heptáporos Transliteration B: heptaporos Transliteration C: eptaporos Beta Code: e(pta/poros

English (LSJ)

ον,

   A with seven tracks or paths, τείρεα, of the planets, h.Hom.8.7; Πλειάς or Πελειάς, E.IA7, Or.1005 (both anap.); Πληϊὰς ἑ. Epigr.Gr.223.4(Milet.); seven-mouthed, of the Nile, Mosch.2.51, D.P.264.

German (Pape)

[Seite 1013] mit sieben Bahnen, die Plejaden, H. h. 7, 7; Eur. I. A. 7 Or. 1005; Antp. Sid. 51 (VII, 7481; sieben Ausflüsse habend, der Nil, Nonn. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάπορος: -ον, ἔχων ἐπτὰ πορείας, ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Ὕμν. Ὁμ. 7. 7· ἐπὶ Πλειάδων, Εὐρ. Ι Α. 7, Ρῆσ. 529, Ὀρ. 1005· Πληϊὰς ἑπτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· ἐπὶ τοῦ Νείλου, Μόσχ. 2. 51, Διον. Π. 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à sept directions, à sept étoiles en parl. des Pléiades.
Étymologie: ἑπτά, πόρος.

Greek Monolingual

ἑπτάπορος, -ον (Α)
1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες
2. (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.)
3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές.