ἐρευθήεις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρευθήεις''': εσσα, εν, [[ἐρυθρός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 727, Νικ. Θ. 899 (διαφ. γραφ. -ηΐς). | |lstext='''ἐρευθήεις''': εσσα, εν, [[ἐρυθρός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 727, Νικ. Θ. 899 (διαφ. γραφ. -ηΐς). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρευθήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[έρευθος]]<br />[[ερυθρός]] («[[μέση]] μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)· | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A red, A.R.1.727, Nic. Th.899 (v.l. -ιόεις).
German (Pape)
[Seite 1026] εσσα, εν, roth, Ap. Rh. 1, 727; Nic. Th. 899, v. l. ἐρευθηΐς, ίδος, als fem. dazu.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευθήεις: εσσα, εν, ἐρυθρός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 727, Νικ. Θ. 899 (διαφ. γραφ. -ηΐς).
Greek Monolingual
ἐρευθήεις, -εσσα, -εν (Α) έρευθος
ερυθρός («μέση μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)·