ερωτεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(14) |
(No difference)
|
Revision as of 07:13, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Μ ἐρωτεύομαι) έρως
αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τον ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του»)
νεοελλ.
συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα»).