ἐτητυμία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_9)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐτητῠμία''': ἡ, [[ἀλήθεια]], Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.
|lstext='''ἐτητῠμία''': ἡ, [[ἀλήθεια]], Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐτητυμία]] και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [[ετήτυμος]]<br />[[αλήθεια]], [[γνησιότητα]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτητῠμία Medium diacritics: ἐτητυμία Low diacritics: ετητυμία Capitals: ΕΤΗΤΥΜΙΑ
Transliteration A: etētymía Transliteration B: etētymia Transliteration C: etitymia Beta Code: e)thtumi/a

English (LSJ)

poet. ἐτητυμίη, ἡ,

   A truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, die Aechtheit, Wahrheit, Iul. Aeg. 33 (IX, 771); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτητῠμία: ἡ, ἀλήθεια, Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.

Greek Monolingual

ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) ετήτυμος
αλήθεια, γνησιότητα.