ἑτερώνυμος: Difference between revisions
ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
(13_1) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημοσιεύεται με [[ξένο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται [[μαζί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερωνύμως</i> (ΑΜ ἑτερωνύμως)<br />με [[άλλο]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, διαλεκτ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with different designation, Simp. in Cat.38, Procl.in Prm.p.955 S. II with different denominator, Nicom.Ar.1.13, al.
German (Pape)
[Seite 1051] mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά
νεοελλ.
1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό
3. μαθημ. φρ. «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή
4. (ηλεκτρ.) φρ. «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται μαζί.
επίρρ...
ετερωνύμως (ΑΜ ἑτερωνύμως)
με άλλο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ωνυμος (< όνυμα, διαλεκτ. τ. του όνομα), με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. αν-ώνυμος].