εὔθυνσις: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(6_8)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθυνσις''': -εως, ἡ, ([[εὐθύνω]]) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κάμψις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· [[εὔθυνσις]] τῆς διεστραμμένης [[ῥινός]], «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.
|lstext='''εὔθυνσις''': -εως, ἡ, ([[εὐθύνω]]) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κάμψις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· [[εὔθυνσις]] τῆς διεστραμμένης [[ῥινός]], «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔθυνσις]], ἡ (Α) [[ευθύνω]]<br />το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] [[ευθύ]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθῡνσις Medium diacritics: εὔθυνσις Low diacritics: εύθυνσις Capitals: ΕΥΘΥΝΣΙΣ
Transliteration A: eúthynsis Transliteration B: euthynsis Transliteration C: eythynsis Beta Code: eu)/qunsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (εὐθύνω)

   A straightening, opp. κάμψις, Arist. Mete.386a7, IA708b24; τῆς ῥινός Gal.18(1).481.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, das Gerademachen, Lenken, Richten, Sp. die gerade Richtung; Ggstz κάμψις, Arist. Meteor. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθυνσις: -εως, ἡ, (εὐθύνω) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάμψις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· εὔθυνσις τῆς διεστραμμένης ῥινός, «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.

Greek Monolingual

εὔθυνσις, ἡ (Α) ευθύνω
το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ.