εὐκατανόητος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
(6_17) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκατανόητος''': -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11. | |lstext='''εὐκατανόητος''': -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-[[νοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>νοώ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to observe or understand, Plb.18.30.11, Ptol.Tetr.30.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht einzusehen, Pol. 18, 13 E.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατανόητος: -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατανόητος, -ον)
αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-νοητός (< κατα-νοώ)].