εὐμετάπειστος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d’avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d’avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμετάπειστος]], -ον)<br />αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]] και αποφάσεις με την [[πειθώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-<i>πειστός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i>-[[πείθω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Ueberredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d’avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].