εὐμετακόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμετακόμιστος''': -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, [[πρός]] τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
|lstext='''εὐμετακόμιστος''': -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, [[πρός]] τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετακόμιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μετοικεί εύκολα, ο [[έτοιμος]] ή [[πρόχειρος]] για [[μετανάστευση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[φορητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[κομίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμετακόμιστος Medium diacritics: εὐμετακόμιστος Low diacritics: ευμετακόμιστος Capitals: ΕΥΜΕΤΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eumetakómistos Transliteration B: eumetakomistos Transliteration C: evmetakomistos Beta Code: eu)metako/mistos

English (LSJ)

ον,

   A ready to migrate, Sch.Th.1.2.    2 portable, Aët.1.39.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασθαι Schol. Thuc. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετακόμιστος: -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, πρός τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω.