εὐστόμαχος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />bon pour l’estomac, fortifiant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμαχος]]. | |btext=ος, ον :<br />bon pour l’estomac, fortifiant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμαχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐστόμαχος]], -ον)<br />ο [[ωφέλιμος]] για το [[στομάχι]], ο [[εύπεπτος]] («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]] ως [[προς]] το [[στομάχι]], με καλή [[λειτουργία]] του στομάχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.). II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bon pour l’estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.