εὔυδρος: Difference between revisions
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(SL_1) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[εὔυδρος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[well]] [[watered]] παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν [[Ἱμέρα]] (v. l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79) | |sltr=[[εὔυδρος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[well]] [[watered]] παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν [[Ἱμέρα]] (v. l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔυδρος]], -ον (ΑΜ)<br />(για [[χώρα]]) αυτός που έχει πολύ, άφθονο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[νερό]] («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>υδρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>υδρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὕδωρ)
A well-watered, abounding in water, ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.P.1.79; Μαραθών Call.Hec.1.1.8; νάπη Nic.Al.622; γῆ ποιώδης καὶ εὔ. Hdt.4.47; χῶρος -ότερος Id.9.25; [ὄρη] -ότερα Gp.2.6.5 (v.l. ἐν-). 2 of a river or spring, with beautiful water, Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.IT399 (lyr.); Κασταλίς Pae.Delph.5; so prob. εὔυδρον ποτόν (vulg. ἔνυδρον τόπον) Polyzel.2.
German (Pape)
[Seite 1105] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. εὐυδρότερος hat Her. 9, 25.
Greek (Liddell-Scott)
εὔυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων πολύ, ἄφθονον ὕδωρ, ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Ἡρόδ. 4. 47· χῶρος εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον ὕδωρ, Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en eau;
2 aux belles eaux;
Cp. εὐυδρότερος.
Étymologie: εὖ, ὕδωρ.
English (Slater)
εὔυδρος, -ον
1 well watered παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα (v. l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79)
Greek Monolingual
εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άν-υδρος, πολύ-υδρος].