ἐχθρικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_11) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχθρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1. | |lstext='''ἐχθρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐχθρικός]], -ή, -όν) [[εχθρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («[[εχθρικός]] [[στρατός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φανερώνει [[έχθρα]] («εχθρική [[συμπεριφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εχθρικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] τρόπο εχθρικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A hostile, interpol. in Hermog.Id.1.8, cf. Astramps. Onir.1.
German (Pape)
[Seite 1125] vom Feinde, feindlich, Suid. v. ἄνθρακες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐχθρικός, -ή, -όν) εχθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός»)
νεοελλ.
αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»).
επίρρ...
εχθρικώς και -ά
κατά τρόπο εχθρικό.