ζοφοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζοφοειδής''': -ές, = τῷ πρηγ., Ἱππ. 595. 40, κτλ.· οὕτω, ζοφόεις, εσσα, εν, Νίκ. Θ. 775, Ἀλ. 474. | |lstext='''ζοφοειδής''': -ές, = τῷ πρηγ., Ἱππ. 595. 40, κτλ.· οὕτω, ζοφόεις, εσσα, εν, Νίκ. Θ. 775, Ἀλ. 474. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζοφοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σκοτεινό, μαύρο [[χρώμα]], [[σκοτεινόχρωμος]], [[αμαυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A dark-coloured, Hp.Mul.1.11; of the colour of an elephant, Aret.SD2.13.
German (Pape)
[Seite 1140] ές, dunkel aussehend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ζοφοειδής: -ές, = τῷ πρηγ., Ἱππ. 595. 40, κτλ.· οὕτω, ζοφόεις, εσσα, εν, Νίκ. Θ. 775, Ἀλ. 474.
Greek Monolingual
ζοφοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σκοτεινό, μαύρο χρώμα, σκοτεινόχρωμος, αμαυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + -ειδής (< είδος)].