ζυγιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(16) |
(No difference)
|
Revision as of 07:16, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Α ζυγιάζω)
1. ζυγίζω, σταθμίζω
2. μτφ. κρίνω, συγκρίνω, εκτιμώ συγκρίνοντας («την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν' τα ξένα», δημ. τραγ.)
3. μέσ. ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι
α) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω μετέωρος στον αέρα, ιδίως για αρπακτικά πτηνά
β) ταλαντεύομαι προσπαθώντας να ισορροπήσω, ιδίως για πτηνά, σχοινοβάτες, μικρά πλοία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγι(ν) + παραγ. κατάλ. -ιάζω ή < ζυγίζω κατά τα ρήματα σε -ιάζω).