ζῳοστάσιον: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_21) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῳοστάσιον''': τό, ([[ἵστημι]]) σταθμὸς ζῴων, σταῦλος, Εὐστ. 531. 17. | |lstext='''ζῳοστάσιον''': τό, ([[ἵστημι]]) σταθμὸς ζῴων, σταῦλος, Εὐστ. 531. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωοστάσιον]], τὸ (Μ)<br />[[τόπος]] όπου μένουν τα ζώα, [[σταθμός]] ζώων, [[στάβλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιον</i> (-[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-<i>στάσιον</i>, <i>χοιρο</i>-<i>στάσιον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (ἵστημι)
A stall or stable, Eust.531.17 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1144] τό, Thierstand, Stall, Eust. 531, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοστάσιον: τό, (ἵστημι) σταθμὸς ζῴων, σταῦλος, Εὐστ. 531. 17.
Greek Monolingual
ζωοστάσιον, τὸ (Μ)
τόπος όπου μένουν τα ζώα, σταθμός ζώων, στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -στάσιον (-στατός < ίστημι), πρβλ. βου-στάσιον, χοιρο-στάσιον].