ἠλιθιώδης: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλῐθιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἠλίθιος]], ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.
|lstext='''ἠλῐθιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἠλίθιος]], ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠλιθιώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με ηλίθιο, σαν [[ηλίθιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηλίθιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ογκ</i>-<i>ώδης</i>, <i>τρικυμι</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐθῐώδης Medium diacritics: ἠλιθιώδης Low diacritics: ηλιθιώδης Capitals: ΗΛΙΘΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ēlithiṓdēs Transliteration B: ēlithiōdēs Transliteration C: ilithiodis Beta Code: h)liqiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a fool, Philostr.VS2.1.10.

German (Pape)

[Seite 1161] ες, wie ein Thörichter, albern, dumm, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἠλίθιος, ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.

Greek Monolingual

ἠλιθιώδης, -ες (Α)
όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ογκ-ώδης, τρικυμι-ώδης)].