μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
ἡλῶ, -όω (AM) ήλοςκαρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῑράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον»)αρχ.1. οξύνω, ακονίζω2. παθ. ἡλοῡμαιαποκτώ κάλους.