ηλώ: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἡλῶ, -όω (AM) ήλος
καρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῑράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον»)
αρχ.
1. οξύνω, ακονίζω
2. παθ. ἡλοῡμαι
αποκτώ κάλους.