ἡνιόχη: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνιόχη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἡνίοχος]], [[ὄνομα]] τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5. | |lstext='''ἡνιόχη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἡνίοχος]], [[ὄνομα]] τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡνιόχη]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ηνίοχος]]) [[προσωνυμία]] της Ήρας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἡνίοχος, a name of Hera, Paus.9.39.5.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, fem. zu ἡνίοχος; so hieß Here, Paus. 9, 39, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιόχη: ἡ, θηλ. τοῦ ἡνίοχος, ὄνομα τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5.
Greek Monolingual
ἡνιόχη, ἡ (Α)
(θηλ. του ηνίοχος) προσωνυμία της Ήρας.