θαμνώδης: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5. | |lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[θαμνώδης]], -ώδες) [[θάμνος]]<br />ο [[θαμνοειδής]], αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο καλυμμένος από θάμνους, ο [[θαμνόφυτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θαμνώδης]] [[διάπλαση]]» — [[τύπος]] βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,= θαμνοειδής, Thphr.HP3.12.1 (Comp.), CP5.12.5.
German (Pape)
[Seite 1186] ες, = θαμνοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θαμνώδης: -ες, = θαμνοειδής, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.
Greek Monolingual
-ες (AM θαμνώδης, -ώδες) θάμνος
ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)
νεοελλ.
1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος
2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» — τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι.