θοινοδοτώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

θοινοδοτῶ, -έω (Α)
επιγρ. θοινώ, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + -δοτώ < -δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθο-δοτώ, πλειο-δοτώ)].