θολωτός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(6_11)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θολωτός''': -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς [[θόλος]], Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. ([[θολόω]]) τεταραγμένος, [[νοῦς]] Ἐκκλ.
|lstext='''θολωτός''': -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς [[θόλος]], Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. ([[θολόω]]) τεταραγμένος, [[νοῦς]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θολωτός]], -ή, -όν) [[θόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θόλο<br /><b>2.</b> [[θολοειδής]], [[αψιδωτός]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολωτός Medium diacritics: θολωτός Low diacritics: θολωτός Capitals: ΘΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: tholōtós Transliteration B: tholōtos Transliteration C: tholotos Beta Code: qolwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A built like a θόλος, τεῖχος Procop.Aed.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

θολωτός: -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς θόλος, Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. (θολόω) τεταραγμένος, νοῦς Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θολωτός, -ή, -όν) θόλος
1. αυτός που έχει θόλο
2. θολοειδής, αψιδωτός.