θυηπολικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(a) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] die Opfer betreffend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] die Opfer betreffend, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυηπολικός]], -ή, -όν (Α) [[θυηπόλος]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη [[θυσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sacrificial, πῦρ, μέρος, Iamb.Myst.5.11,18; θεσμός Zos.4.59.
German (Pape)
[Seite 1222] die Opfer betreffend, Sp.
Greek Monolingual
θυηπολικός, -ή, -όν (Α) θυηπόλος
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη θυσία.