θύτης: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_22) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θύτης''': ῠ, ου, ὁ, ὁ θυσιάζων, ὁ [[θυσιαστής]], Ἀππ. Ἰβηρ. 85, Ἡρῳδιαν. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763· Δωρ. θύτας, [[αὐτόθι]] 1766. | |lstext='''θύτης''': ῠ, ου, ὁ, ὁ θυσιάζων, ὁ [[θυσιαστής]], Ἀππ. Ἰβηρ. 85, Ἡρῳδιαν. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763· Δωρ. θύτας, [[αὐτόθι]] 1766. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[θύτις]] και [[θύτρια]] (Α [[θύτης]] και δωρ. τ. θύτας, θηλ. [[θύτις]]) [<i>θύω</i> (I)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] υλική ή [[ηθική]] [[ζημιά]], ο [[ζημιωτής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί την [[εξόντωση]] πολλών ατόμων, ο [[σφαγιαστής]], ο [[εξολοθρευτής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[ιερέας]] που προσφέρει τη [[θυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυσιαστής]] ή [[μάντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sacrificer or diviner, SIG589.18 (Magn. Mae., ii B. C.), D.S.17.17, Onos.10.25, Arr.Epict.1.17.18, IG14.617.6 (Rhegium), App.Hisp.85, Hdn.4.12.3: Thess. θύτας IG9(2).1234 (Phalanna).
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, = θυτήρ, Sp., wie Hdn. 4, 12, 6 App. Hisp. 85.
Greek (Liddell-Scott)
θύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ θυσιάζων, ὁ θυσιαστής, Ἀππ. Ἰβηρ. 85, Ἡρῳδιαν. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763· Δωρ. θύτας, αὐτόθι 1766.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)]
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής
2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής
νεοελλ.-μσν.
ο ιερέας που προσφέρει τη θυσία
αρχ.
θυσιαστής ή μάντης.