ἰαμβικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />iambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]].
|btext=ή, όν :<br />iambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰαμβικός]], -ή, -όν) [[ίαμβος]]<br /><b>1.</b> (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό [[γένος]]» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την [[αρχαιότητα]] ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης [[προς]] [[θέση]] 1:2 ή 2:1<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (<span style="color: red;"><</span> ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰαμβική</i><br />[[είδος]] ήρεμου, απλού και λιτού χορού<br /><b>3.</b> (αρχ. ελλ. μουσ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβικόν</i><br />το τρίτο [[μέρος]] του πυθικού νόμου [[κατά]] τον οποίο αναπαρίσταται η [[πάλη]] του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο [[οποίος]] συνίστατο σε [[μίμηση]] τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰαμβικῶς</i> (Α)<br />με ιαμβικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβικός Medium diacritics: ἰαμβικός Low diacritics: ιαμβικός Capitals: ΙΑΜΒΙΚΟΣ
Transliteration A: iambikós Transliteration B: iambikos Transliteration C: iamvikos Beta Code: i)ambiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of invective, ἰδέα Arist.Po. 1449b8; in metric, iambic, D.H.Comp.18, Heph.5, etc.: ἡ -κή (sc. ὄρχησις) Ath.15.629d. Adv. -κῶς Phld.Po.2.29.

German (Pape)

[Seite 1233] jambisch, z. B. πούς, D. Hal. C. V.; μέτρον, Gramm.; ἡ ἰαμβική, eine Art Tanz, Ath. XIV, 629 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. ὄρχησις) Ἀθήν. 629C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰαμβικός, -ή, -όν) ίαμβος
1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους
2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης προς θέση 1:2 ή 2:1
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (< ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰαμβική
είδος ήρεμου, απλού και λιτού χορού
3. (αρχ. ελλ. μουσ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβικόν
το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου κατά τον οποίο αναπαρίσταται η πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο οποίος συνίστατο σε μίμηση τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού.
επίρρ...
ἰαμβικῶς (Α)
με ιαμβικό τρόπο.