ἰβίσκος: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἰβίσκος]] και [[ἐβίσκος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] της τάξης [[μαλβώδη]], [[οικογένεια]] μαλβίδες,<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] αλθαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] δάνεια από το λατ. <i>hibiscus</i>, το οποίο, με τη [[σειρά]] του, [[είναι]] [[δάνειο]] πιθ. από την κελτική]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Lat.
A hibiscus,= ἀλθαία, v.l. in Ps.-Dsc.3.146, Erot. s.v. ῥίζη ἀλθαίης; also written ἐβίσκος, q.v.
German (Pape)
[Seite 1235] ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc.
Greek Monolingual
ο (Α ἰβίσκος και ἐβίσκος)
νεοελλ.
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης μαλβώδη, οικογένεια μαλβίδες,
αρχ.
το φυτό αλθαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. hibiscus, το οποίο, με τη σειρά του, είναι δάνειο πιθ. από την κελτική].