ἱερωστί: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερωστί''': Ἰων. [[ἱρωστί]], Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον [[ἱερόν]], [[ἱερῶς]], ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.
|lstext='''ἱερωστί''': Ἰων. [[ἱρωστί]], Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον [[ἱερόν]], [[ἱερῶς]], ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱερωστί]] και ιων. τ. [[ἱρωστί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[ιερό]] τρόπο, ιερά, όσια, με [[ευσέβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγν</i>-<i>ωστί</i>, <i>νε</i>-<i>ωστί</i>, <i>ταχε</i>-<i>ωστί</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερωστί Medium diacritics: ἱερωστί Low diacritics: ιερωστί Capitals: ΙΕΡΩΣΤΙ
Transliteration A: hierōstí Transliteration B: hierōsti Transliteration C: ierosti Beta Code: i(erwsti/

English (LSJ)

Ion. ἱρωστί, Adv.

   A in holy sort, piously, Anacr.149.

German (Pape)

[Seite 1243] auf heilige Art, Anacr. bei Apollon. de adv. p. 572, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερωστί: Ἰων. ἱρωστί, Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἱερόν, ἱερῶς, ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.

Greek Monolingual

ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α)
επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν-ωστί, νε-ωστί, ταχε-ωστί].