ἰξίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξίας''': -ου, ὁ, δηλητηριῶδές τι [[φυτόν]], [[ὅπερ]] «ἐν τῷ πίνεσθαι οἷόν τι ὠκίμῳ κατὰ τὴν ὀσμὴν καὶ κατὰ τὴν γεῦσιν ἐμφαίνει· ἐπιφέρει δὲ γλώσσης φλεγμονὰς» κτλ. Διοσκ. περὶ Δηλητηρίων Φαρμάκων 21, Γαλην., κλ.
|lstext='''ἰξίας''': -ου, ὁ, δηλητηριῶδές τι [[φυτόν]], [[ὅπερ]] «ἐν τῷ πίνεσθαι οἷόν τι ὠκίμῳ κατὰ τὴν ὀσμὴν καὶ κατὰ τὴν γεῦσιν ἐμφαίνει· ἐπιφέρει δὲ γλώσσης φλεγμονὰς» κτλ. Διοσκ. περὶ Δηλητηρίων Φαρμάκων 21, Γαλην., κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰξίας]], ὁ (Α) [[ιξία]]<br />το δηλητηριώδες [[φυτό]] [[χαμαιλέων]] ο [[μέγας]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξίας Medium diacritics: ἰξίας Low diacritics: ιξίας Capitals: ΙΞΙΑΣ
Transliteration A: ixías Transliteration B: ixias Transliteration C: iksias Beta Code: i)ci/as

English (LSJ)

ου, ὁ,= χαμαιλέων μέλας,

   A chamaeleon-thistle, Cardopatium corymbiferum., Dsc.3.9, Alex.21, Gal.14.140.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, eine Pflanze, mit giftigem Safte, = ἰξία 2, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίας: -ου, ὁ, δηλητηριῶδές τι φυτόν, ὅπερ «ἐν τῷ πίνεσθαι οἷόν τι ὠκίμῳ κατὰ τὴν ὀσμὴν καὶ κατὰ τὴν γεῦσιν ἐμφαίνει· ἐπιφέρει δὲ γλώσσης φλεγμονὰς» κτλ. Διοσκ. περὶ Δηλητηρίων Φαρμάκων 21, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

ἰξίας, ὁ (Α) ιξία
το δηλητηριώδες φυτό χαμαιλέων ο μέγας.