ἱμαντόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμαντόδεσμος''': ὁ, [[δερμάτινος]] [[δεσμός]], Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας. | |lstext='''ἱμαντόδεσμος''': ὁ, [[δερμάτινος]] [[δεσμός]], Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱμαντόδεσμος]], ὁ (Α)<br />[[δερμάτινος]] [[δεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A leathern band, Hsch. s.v. ζεύγλας.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Band von Riemen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντόδεσμος: ὁ, δερμάτινος δεσμός, Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας.
Greek Monolingual
ἱμαντόδεσμος, ὁ (Α)
δερμάτινος δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + δεσμός.