ἱππομύρμηξ: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ηκος (ὁ) :<br />cavalerie de fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μύρμηξ]]. | |btext=ηκος (ὁ) :<br />cavalerie de fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μύρμηξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππομύρμηξ]], -ηκος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μυρμήγκι]], αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἱππομύρμηκες</i><br />ιππικό από μυρμήγκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μύρμηξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A horse-ant, dub. in Arist.HA606a5. II pl., ant-cavalry, Luc.VH 1.12.
German (Pape)
[Seite 1260] ηκος, ὁ, Ameisenritter, Luc. Ver. hist. 1, 13; eine Art Ameisen, Arist. H. A. 8, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομύρμηξ: ὁ, μέγας μύρμηξ, «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ εἶδος Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε ἱππογέρανοι.
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ) :
cavalerie de fourmis.
Étymologie: ἵππος, μύρμηξ.
Greek Monolingual
ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες
ιππικό από μυρμήγκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μύρμηξ.