ἰσοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />égal au danger, à la hauteur du danger.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[κίνδυνος]].
|btext=ος, ον :<br />égal au danger, à la hauteur du danger.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[κίνδυνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσοκίνδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, [[αξιόμαχος]] («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκινδύνως</i> (Α)<br />με τον ίδιο κίνδυνο.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκίνδῡνος Medium diacritics: ἰσοκίνδυνος Low diacritics: ισοκίνδυνος Capitals: ΙΣΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: isokíndynos Transliteration B: isokindynos Transliteration C: isokindynos Beta Code: i)soki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A facing equal risks, Th. 6.34; τισί D.C.41.55.

German (Pape)

[Seite 1264] der Gefahr gewachsen; Thuc. 6, 34; neben ἰσόῤῥοπος D. Cass. 41, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκίνδῡνος: -ον, ἴσος πρὸς τὸν κίνδυνον, ἰσοπαλής, καλῶς παρεσκευασμένος ὅπως ἀντιμετωπίσῃ κίνδυνον, Θουκ. 6. 34, Δίων Κ. 41. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal au danger, à la hauteur du danger.
Étymologie: ἴσος, κίνδυνος.

Greek Monolingual

ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.