ισχέθυρον: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(18) |
(No difference)
|
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(18) |
(No difference)
|
ἰσχέθυρον, τὸ (Α)
το πλαίσιο παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -θυρον (< θύρα), πρβλ. παρά-θυρον, υπέρ-θυρον].