ἰχθυουλκός: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_14) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθυουλκός''': ὁ, ([[ἕλκω]]) [[ἁλιεύς]], ψαρᾶς, Φώτ., Σουΐδ.· παρ’ Ἡσυχ. καὶ Θεοδωρήτ. ἐν Ἐπιστ. 76 φέρεται: ἰχθυολκός. | |lstext='''ἰχθυουλκός''': ὁ, ([[ἕλκω]]) [[ἁλιεύς]], ψαρᾶς, Φώτ., Σουΐδ.· παρ’ Ἡσυχ. καὶ Θεοδωρήτ. ἐν Ἐπιστ. 76 φέρεται: ἰχθυολκός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰχθυουλκός]] και [[ἰχθυολκός]], ὁ (Α)<br />[[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ζυγ</i>-<i>ουλκός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἕλκω)
A angler, Phot., Suid.:—written ἰχθῠο-ολκός in Hsch.
German (Pape)
[Seite 1276] = ἰχθυολκός, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυουλκός: ὁ, (ἕλκω) ἁλιεύς, ψαρᾶς, Φώτ., Σουΐδ.· παρ’ Ἡσυχ. καὶ Θεοδωρήτ. ἐν Ἐπιστ. 76 φέρεται: ἰχθυολκός.
Greek Monolingual
ἰχθυουλκός και ἰχθυολκός, ὁ (Α)
ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ζυγ-ουλκός].