κακολόγος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(SL_1)
(18)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κᾰκολόγος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[speaking]] [[ill]], [[slanderous]] κακολόγοι δὲ πολῖται (P. 11.28)
|sltr=<b>κᾰκολόγος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[speaking]] [[ill]], [[slanderous]] κακολόγοι δὲ πολῖται (P. 11.28)
}}
{{grml
|mltxt=και κακόλογος, -ο (AM [[κακολόγος]], -ον)<br />αυτός που του αρέσει να κακολογεί, [[κακόγλωσσος]], [[φιλοκατήγορος]], [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-[[λόγος]], <i>σεμνο</i>-[[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκολόγος Medium diacritics: κακολόγος Low diacritics: κακολόγος Capitals: ΚΑΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kakológos Transliteration B: kakologos Transliteration C: kakologos Beta Code: kakolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A evil-speaking, slanderous, Pi.P.11.28, Men.256, Arist.Rh.1381b7; τινος of one, Id.EN 1125a8.

German (Pape)

[Seite 1301] übel redend, schmähend od. verläumdend; Pind. P. 11, 28; Com. in B. A. 353; Ggstz von ἐπαινετικός, Arist. Eth. 4, 3. – Adv., Poll. 8, 81.

Greek (Liddell-Scott)

κακολόγος: -ον, ὁ κακολογῶν, ὑβριστικός, Πινδ. Π. 11. 44· γραῦς τις κακολόγος Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ» 5, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 18· κακολόγος οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 4. 3, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit du mal de, qui injurie, détracteur ; en parl. de choses injurieux.
Étymologie: κακός, λέγω³.

English (Slater)

κᾰκολόγος
   1 speaking ill, slanderous κακολόγοι δὲ πολῖται (P. 11.28)

Greek Monolingual

και κακόλογος, -ο (AM κακολόγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -λογος (< λόγος), πρβλ. καινο-λόγος, σεμνο-λόγος.