καινοτροπία: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6_9) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοτροπία''': ἡ, [[τρόπος]] μὴ [[συνήθης]], [[καινοτροπία]] τοῦ σχήματος Εὐστ. 1200. 56· παραδοξίας καὶ καινοτροπίας ὁ αὐτ. ἐν Πονημ. 46, 70, κτλ. | |lstext='''καινοτροπία''': ἡ, [[τρόπος]] μὴ [[συνήθης]], [[καινοτροπία]] τοῦ σχήματος Εὐστ. 1200. 56· παραδοξίας καὶ καινοτροπίας ὁ αὐτ. ἐν Πονημ. 46, 70, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινοτροπία]], ἡ (Μ) [[καινότροπος]]<br />[[νέος]], [[ασυνήθιστος]] [[τρόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A strangeness, Eust.1200.56.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, neue Art, Fremdartigkeit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοτροπία: ἡ, τρόπος μὴ συνήθης, καινοτροπία τοῦ σχήματος Εὐστ. 1200. 56· παραδοξίας καὶ καινοτροπίας ὁ αὐτ. ἐν Πονημ. 46, 70, κτλ.
Greek Monolingual
καινοτροπία, ἡ (Μ) καινότροπος
νέος, ασυνήθιστος τρόπος.