κανονάρχης: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_19) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κανονάρχης''': -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ. | |lstext='''κανονάρχης''': -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κανονάρχος]] και [[καλονάρχης]] και καλανάρχης, ο (AM [[κανονάρχης]], Μ και [[κανονάρχος]] και [[καλονάρχος]])<br />[[βοηθός]] του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την [[αρχή]] τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σύμβουλος]], [[βοηθός]], [[υποβολέας]], [[εισηγητής]], [[υποκινητής]] («σε όλα τα ζητήματα [[είναι]] ο [[κανονάρχης]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική [[εκτέλεση]] του τυπικού [[κατά]] τις ιεροπραξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]] / <i>ἄρχομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επιτελ</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κανονάρχης: -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.
Greek Monolingual
και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος)
βοηθός του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής, υποκινητής («σε όλα τα ζητήματα είναι ο κανονάρχης του»)
αρχ.
(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική εκτέλεση του τυπικού κατά τις ιεροπραξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + -άρχης (< ἄρχω / ἄρχομαι), πρβλ. επιτελ-άρχης, τελετ-άρχης].