καμινιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(6_4)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμῑνιαῖος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμινον, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 8, ὡς διάφ. γραφή), Γρηγ. Ναζ. Ι. 948C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.
|lstext='''κᾰμῑνιαῖος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμινον, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 8, ὡς διάφ. γραφή), Γρηγ. Ναζ. Ι. 948C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.
}}
{{grml
|mltxt=καμινιαῑος και δ. γρφ. καμιναῑος, -αία, -ον (AM)<br />αυτός που αναφέρεται στο [[καμίνι]], [[καμινευτικός]], του καμινιού «καμινιαία [[αἰθάλη]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κάμινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιαίος</i>, [[αντί]] [[καμιναίος]]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1317] zum Ofen gehörig, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 552.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμινον, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 8, ὡς διάφ. γραφή), Γρηγ. Ναζ. Ι. 948C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.

Greek Monolingual

καμινιαῑος και δ. γρφ. καμιναῑος, -αία, -ον (AM)
αυτός που αναφέρεται στο καμίνι, καμινευτικός, του καμινιού «καμινιαία αἰθάλη», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κάμινος + -ιαίος, αντί καμιναίος].