κάρβανος: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle une langue étrangère ; barbare.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais obscur.
|btext=ος, ον :<br />qui parle une langue étrangère ; barbare.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais obscur.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρβανος]], -ον (Α)<br />[[βάρβαρος]], [[ξένος]] («[[κάρβανος]] ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις [[ἄγαν]]» — ενώ είσαι [[βάρβαρος]], φέρεσαι με [[μεγάλη]] [[αλαζονεία]] στους Έλληνες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρβάν]]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρβᾱνος Medium diacritics: κάρβανος Low diacritics: κάρβανος Capitals: ΚΑΡΒΑΝΟΣ
Transliteration A: kárbanos Transliteration B: karbanos Transliteration C: karvanos Beta Code: ka/rbanos

English (LSJ)

ον,

   A = βάρβαρος, outlandish, foreign, A.Supp.914; Χείρ Id.Ag.1061, cf.Lyc.1387: also καρβάν, Hsch.s.v. ἐκαρβάνιζεν; acc. καρβᾶνα, αὐδάν A.Supp.129 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, ξένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; barbare.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais obscur.

Greek Monolingual

κάρβανος, -ον (Α)
βάρβαρος, ξένοςκάρβανος ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» — ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν].