κάρηνον: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[κάρη]]): only pl., heads, [[also]] summits (ὀρέων), and of towers, [[battlements]], Il. 2.117. | |auten=([[κάρη]]): only pl., heads, [[also]] summits (ὀρέων), and of towers, [[battlements]], Il. 2.117. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρηνον]] και δωρ. τ. [[κάρανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]] («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια [[ανδρών]], άνδρες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b>, (για βουνά) η [[κορυφή]] («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) η [[ακρόπολη]], το [[κάστρο]] («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] μέσω ενός αμάρτ. τ. <i>κάρασνον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dor. κάρᾱνον A.Ch.396 (lyr.), Mosch.1.12 (Ion.
A κάρηνον 2.87); in derivs. the ᾱ prevails: (v. κάρα A):—head, mostly in pl. (as always in Hom.), ἀνδρῶν κάρηνα, periphr. for ἄνδρες, Il.11.500; νεκύων ἀμενηνὰ κ. Od.10.521, etc.; βοῶν ἴφθιμα κ. Il.23.260; ἵππων ξανθὰ κ. 9.407: metaph., of mountain peaks, Οὐλύμποιο κ. 1.44, etc.; of towns, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα 2.117, 9.24; Μυκάλης αἰπεινὰ κ. 2.869: in pl., of a single person, κάρηνα . . Μελανίππου σπάσας E.Fr.537: sg. in h.Hom.8.12, 28.8, Mosch.ll. cc., Coluth.264, Anacreont. 1.11.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, der Kopf, = κάρη, im sing. H. h. 8, 12. 28, 8, sonst im plur.; κάρηνα Τρώων, die Troer, Il. 11, 158; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od. 10, 521; ἵππων ξανθὰ κάρηνα Il. 9, 407; βοῶν ἴφθιμα κάρ. 23, 260. Auch vom Gipfel des Berges, Οὐλύμποιο καρήνων Il. 1, 44, Μυκάλης αἰπεινὰ κάρ. 2, 869, ὀρέων 20, 58; πολίων 2, 117; sp. D., wie Anacr. 1, 11. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. tête;
II. p. anal.
1 cime d’une montagne;
2 point culminant d’une ville, citadelle, tour.
Étymologie: κάρη.
English (Autenrieth)
(κάρη): only pl., heads, also summits (ὀρέων), and of towers, battlements, Il. 2.117.
Greek Monolingual
κάρηνον και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α)
1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.)
3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα μέσω ενός αμάρτ. τ. κάρασνον].