καπνοκοπτήριο: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 07:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
και καπνοκοφτήριο, το
εργοστάσιο κοπής φύλλων καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτήριο (πρβλ. καφεκοπτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. καπνοκοπτήριον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (έναρξη εκδόσεως 1833)].