καρυηδόν: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_15)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρυηδόν''': ὁμοίως πρὸς [[κάρυον]]· - καρ. [[κάταγμα]], ἐπιφέρον θραῦσιν εἰς πολλὰ τεμάχια οἷα τὰ τοῦ τεθραυσμένου καρύου, Γαλην. 2. 397· πρβλ. [[ἀλφιτηδόν]].
|lstext='''κᾰρυηδόν''': ὁμοίως πρὸς [[κάρυον]]· - καρ. [[κάταγμα]], ἐπιφέρον θραῦσιν εἰς πολλὰ τεμάχια οἷα τὰ τοῦ τεθραυσμένου καρύου, Γαλην. 2. 397· πρβλ. [[ἀλφιτηδόν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καρυηδόν]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σαν [[καρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καρυηδὸν [[κάταγμα]]» — συντριπτικό [[κάταγμα]] οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηδόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κλιμακ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>τετραποδ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠηδόν Medium diacritics: καρυηδόν Low diacritics: καρυηδόν Capitals: ΚΑΡΥΗΔΟΝ
Transliteration A: karyēdón Transliteration B: karyēdon Transliteration C: karyidon Beta Code: karuhdo/n

English (LSJ)

   A like a κάρυον: κ. κάταγμα fracture like a broken nut, i. e. comminuted fracture, Sor.Fract.10, Gal.14.792, Paul.Aeg.6.89.

German (Pape)

[Seite 1331] nußartig, von einem Knochenbruch, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυηδόν: ὁμοίως πρὸς κάρυον· - καρ. κάταγμα, ἐπιφέρον θραῦσιν εἰς πολλὰ τεμάχια οἷα τὰ τοῦ τεθραυσμένου καρύου, Γαλην. 2. 397· πρβλ. ἀλφιτηδόν.

Greek Monolingual

καρυηδόν (AM)
επίρρ.
1. σαν καρύδι
2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» — συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ηδόν (πρβλ. κλιμακ-ηδόν, τετραποδ-ηδόν)].