καταδαπανώ: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 07:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM καταδαπανῶ, -άω)
1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.)
2. μέσ. καταδαπανώμαι, -άομαι
υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες δαπάνες, καταξοδεύομαι
μσν.-αρχ.
φθείρω, καταστρέφω («κατεδαπανῶντο ταῑς μάστιξι τὰ σώματα»)
αρχ.
δαπανώ σε κάτι χρήσιμο («καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾱτε», Ξεν.).