κατάλευκος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_10)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλευκος''': -η, -ον, [[λίαν]] [[λευκός]], λευκότατος, Βυζ.
|lstext='''κατάλευκος''': -η, -ον, [[λίαν]] [[λευκός]], λευκότατος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κατάλευκος]], -η, -ον)<br />[[τελείως]] [[λευκός]], [[κάτασπρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1360] weiß, weiß angestrichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλευκος: -η, -ον, λίαν λευκός, λευκότατος, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατάλευκος, -η, -ον)
τελείως λευκός, κάτασπρος.