καταπαυστικός: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_11) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2. | |lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπαύω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να καταπαύει, να επιφέρει [[γαλήνευση]], [[λήξη]] του κακού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.
German (Pape)
[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.
Greek Monolingual
καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.