Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καταλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[σώμα]] που προκαλεί καταλυτική [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλύει [[κοντά]] σε κάποιον, φιλοξενούμενος<br /><b>2.</b> [[διαιτητής]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύτης Medium diacritics: καταλύτης Low diacritics: καταλύτης Capitals: ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: katalýtēs Transliteration B: katalytēs Transliteration C: katalytis Beta Code: katalu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25.    II arbitrator, IG5(2).357.15.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui descend dans une hôtellerie ou qui séjourne chez qqn.
Étymologie: καταλύω.

Greek Monolingual

ο (Α καταλύτης)
νεοελλ.
χημ. σώμα που προκαλεί καταλυτική δράση
αρχ.
1. αυτός που καταλύει κοντά σε κάποιον, φιλοξενούμενος
2. διαιτητής.