καταλύτης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καταλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[σώμα]] που προκαλεί καταλυτική [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλύει [[κοντά]] σε κάποιον, φιλοξενούμενος<br /><b>2.</b> [[διαιτητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25. II arbitrator, IG5(2).357.15.
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.
Greek (Liddell-Scott)
καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur qui descend dans une hôtellerie ou qui séjourne chez qqn.
Étymologie: καταλύω.
Greek Monolingual
ο (Α καταλύτης)
νεοελλ.
χημ. σώμα που προκαλεί καταλυτική δράση
αρχ.
1. αυτός που καταλύει κοντά σε κάποιον, φιλοξενούμενος
2. διαιτητής.