κατασκευαστός: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />arrangé, fait avec art.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]].
|btext=ή, όν :<br />arrangé, fait avec art.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατασκευαστός]], -ή, -όν) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που [[είναι]] δυνατόν να κατασκευαστεί, ο [[τεχνητός]], [[εκείνος]] που δεν υπάρχει στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς [[αὐτόμολος]]» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατασκευαστόν</i><br />το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο [[προς]] το απλό και απέριττο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατασκευαστῶς]] (Α)<br />τεχνητά.
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστός Medium diacritics: κατασκευαστός Low diacritics: κατασκευαστός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataskeuastós Transliteration B: kataskeuastos Transliteration C: kataskevastos Beta Code: kataskeuasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, opp. αὐτοφυής, τὸ κ. D.H.Is.11; ἡ κατασκευαστὴ δόξα, opp. ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια, Id.1.76; εἰκὼν κ. Plu.2.210d. Adv. -τῶς under artificial conditions, TheonIntr.ad Euc.Opt.p.146 H.    2 suborned, ἄνδρες Arist.Oec.1348a7.

German (Pape)

[Seite 1378] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος, τεχνητός, μηδεμία ἔστω εἰκὼν μήτε γραπτή, μήτε πλαστή, μήτε κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «ἔριον τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, ὑπόβλητος, ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. αὐτόμολος Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας ταῦτα αὐτόμολος·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ μετὰ τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», εἶδος τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrangé, fait avec art.
Étymologie: adj. verb. de κατασκευάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κατασκευαστός, -ή, -όν) κατασκευάζω
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, ο τεχνητός, εκείνος που δεν υπάρχει στη φύση
αρχ.
1. εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς αὐτόμολος» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκευαστόν
το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο προς το απλό και απέριττο.
επίρρ...
κατασκευαστῶς (Α)
τεχνητά.