κατώφορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατώφορος''': -ον, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
|lstext='''κατώφορος''': -ον, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
}}
{{grml
|mltxt=[[κατώφορος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατώφορον</i><br />[[κατηφορικός]] [[δρόμος]], [[κατηφοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], αυτός που έχει κατηφορική [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>υπό</i>-<i>φορος</i>, [[παρά]]-<i>φορος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώφορος Medium diacritics: κατώφορος Low diacritics: κατώφορος Capitals: ΚΑΤΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: katṓphoros Transliteration B: katōphoros Transliteration C: katoforos Beta Code: katw/foros

English (LSJ)

ον,

   A having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.

German (Pape)

[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)

Greek Monolingual

κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].