κατισχναίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=exténuer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]].
|btext=exténuer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχναίνω Medium diacritics: κατισχναίνω Low diacritics: κατισχναίνω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΝΑΙΝΩ
Transliteration A: katischnaínō Transliteration B: katischnainō Transliteration C: katischnaino Beta Code: katisxnai/nw

English (LSJ)

   A cause to pine or waste away, A.Eu.138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Pl.R.561c, cf. J.AJ7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι A.Pr.271.    II reduce a swelling, Hp.Prog. 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.Epigr.47.3; weaken, ὀσμήν Thphr. Od.47.

German (Pape)

[Seite 1402] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχναίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, ἐξασθενίζω, φθείρω, ξηραίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).

French (Bailly abrégé)

exténuer, épuiser.
Étymologie: κατά, ἰσχναίνω.

Greek Monolingual

κατισχναίνω (Α) ισχαίνω
1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.)
2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη δύναμη οσμής.