κατισχναίνω: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=exténuer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]].
|btext=exténuer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής.
}}
}}