κελαδεινός: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[sounding]], [[ringing]], clanging, [[echoing]]; [[Ζέφυρος]], Il. 23.208; [[elsewhere]], κελαδεινή, epithet of [[Artemis]] as [[huntress]] ([[leader]] of the [[pack]]), as subst., Il. 21.511. | |auten=[[sounding]], [[ringing]], clanging, [[echoing]]; [[Ζέφυρος]], Il. 23.208; [[elsewhere]], κελαδεινή, epithet of [[Artemis]] as [[huntress]] ([[leader]] of the [[pack]]), as subst., Il. 21.511. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελαδεινός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[κελαδεννός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> (αιολ. -<i>εννός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φα</i>-<i>εινός</i> / <i>φα</i>-<i>εννός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neut. pl. as Adv., ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.
German (Pape)
[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.
English (Autenrieth)
sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.
Greek Monolingual
κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].