κεραμοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰμοπώλης''': -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 161.
|lstext='''κερᾰμοπώλης''': -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 161.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεραμοπώλης]])<br />ο [[πωλητής]] ειδών κεραμικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέραμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]])].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοπώλης Medium diacritics: κεραμοπώλης Low diacritics: κεραμοπώλης Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: keramopṓlēs Transliteration B: keramopōlēs Transliteration C: keramopolis Beta Code: keramopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller of pottery, Din.Fr.89.18.

German (Pape)

[Seite 1420] ὁ, Verkäufer von irdenen Waaren, Din. bei Poll. 7, 161.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμοπώλης: -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 161.

Greek Monolingual

ο (Α κεραμοπώλης)
ο πωλητής ειδών κεραμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πώλης (< πωλώ)].