κεραυνεγχής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(6_7) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραυνεγχής''': -ές, = [[ἐγχεικέραυνος]], Βακχυλ. VII. 48 (Blass). | |lstext='''κεραυνεγχής''': -ές, = [[ἐγχεικέραυνος]], Βακχυλ. VII. 48 (Blass). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραυνεγχής]], -ές (Α)<br />[[εγχεικέραυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εγχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔγχος]] «[[δόρυ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυρσ</i>-<i>εγχής</i>, <i>χρυσ</i>-<i>εγχής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = ἐγχεικέραυνος, B.7.48.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνεγχής: -ές, = ἐγχεικέραυνος, Βακχυλ. VII. 48 (Blass).
Greek Monolingual
κεραυνεγχής, -ές (Α)
εγχεικέραυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. θυρσ-εγχής, χρυσ-εγχής].